- διάτιλμα
- διάτιλμα, ατος, τό,A portion plucked off,
φύλλων AP6.71
(Paul. Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύλλων AP6.71
(Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάτιλμα — διάτιλμα, το (Α) [διατίλλω] 1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο 2. αποψίλωση … Dictionary of Greek
διατίλματα — διάτιλμα portion plucked off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)